Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σπλάγχνα μονοφυῆ

См. также в других словарях:

  • μονοφυής — ές (ΑΜ μονοφυής, ές, ιων. μουνοφυής) νεοελλ. (για φυτά) αυτός που έχει βλαστό χωρίς κλαδιά και με ένα άνθος μόνο στην κορυφή, όπως π.χ. η παπαρούνα μσν. αυτός που έχει μία φύση, μία μορφή ή μία καταγωγή («ὡς ἕνα καὶ μονοφυῆ ἄνθρωπον», Ευστ.) αρχ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»