-
1 μονο-φυής
μονο-φυής, ές, aus einem Wuchse, Arist., der part. anim. 3, 7 σπλάγχνα μονοφυῆ das Herz nennt, wie διφυῆ, die aus zwei Theilen bestehenden Nieren; Theophr.; auch compar. μονοφυέστερον, Ggstz von πολυσχιδές, Ar. ibd. 3, 12; – aus einem Stücke, Her. 9, 83, in ion. Form μουνοφυέες ὀδόντες. – Uebh. einfach. Sp.
-
2 μονοφυής
μονο-φυής, ές, aus einem Wuchse; σπλάγχνα μονοφυῆ das Herz, wie διφυῆ, die aus zwei Teilen bestehenden Nieren; aus einem Stücke. Übh. einfach
См. также в других словарях:
μονοφυής — ές (ΑΜ μονοφυής, ές, ιων. μουνοφυής) νεοελλ. (για φυτά) αυτός που έχει βλαστό χωρίς κλαδιά και με ένα άνθος μόνο στην κορυφή, όπως π.χ. η παπαρούνα μσν. αυτός που έχει μία φύση, μία μορφή ή μία καταγωγή («ὡς ἕνα καὶ μονοφυῆ ἄνθρωπον», Ευστ.) αρχ … Dictionary of Greek